- ἁμέραι
- ἁ̱μέρᾱͅ , ἥμεροςtamefem dat sg (attic doric aeolic)ἁ̱μέραι , ἡμέραdayfem nom/voc pl (doric)ἁ̱μέρᾱͅ , ἡμέραdayfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek